μεταγενής

μεταγενής
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αρχιτέκτονας (5ος αι. π.Χ.). Το όνομά του αναφέρεται στον Πλούταρχο και ανήκε στον δήμο Ξυπετίων. Μετά τον θάνατο του αρχιτέκτονα Κόροιβου εργάστηκε στο Τελεστήριο της Ελευσίνας, όπου κατασκεύασε το διάζωμα και τοποθέτησε τους άνω κίονες του οικοδομήματος. 2. Αθηναίος ποιητής (τέλη 5ου με αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ήταν ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της αρχαίας κωμωδίας, ενώ μνημονεύονται και δύο νίκες του στα Λήναια. Στο λεξικό Σούδα αναφέρονται ορισμένοι τίτλοι έργων του, όπως Αύραι ή Μαμμάκυθος, Θουριοπέρσαι, Φιλοθύτης και Όμηρος ή Ασκηταί. Αποσπάσματα αυτών των έργων περιέχονται στο κείμενο του Γερμανού ελληνιστή Μένεκε Αποσπάσματα Ελλήνων κωμικών ποιητών.
* * *
μεταγενής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε κατόπιν, ο μεταγενέστερος, ο μετά από άλλον ή μετά από κάποιο γεγονός
2. το αρσ. ως ουσ. ο μεταγενής
ο νεώτατος, ο πιο νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -γενής (< γένος), πρβλ. και προγενής (> προγενέστερος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεταγενής — born after masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεταγένης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεταγένεα — Μεταγένης masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεταγένη — Μεταγένης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεταγένην — Μεταγένης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγενέστερον — μεταγενέστερος masc acc sg μεταγενέστερος neut nom/voc/acc sg μεταγενής born after adverbial comp μεταγενής born after masc acc comp sg μεταγενής born after neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • μεταγενεστέρα — μεταγενεστέρᾱ , μεταγενέστερος fem nom/voc/acc dual μεταγενεστέρᾱ , μεταγενέστερος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μεταγενεστέρᾱ , μεταγενής born after fem nom/voc/acc comp dual μεταγενεστέρᾱ , μεταγενής born after fem nom/voc comp sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγενεστέραις — μεταγενέστερος fem dat pl μεταγενής born after fem dat comp pl μεταγενεστέρᾱͅς , μεταγενής born after fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγενεστέρας — μεταγενεστέρᾱς , μεταγενέστερος fem acc pl μεταγενεστέρᾱς , μεταγενέστερος fem gen sg (attic doric aeolic) μεταγενεστέρᾱς , μεταγενής born after fem acc comp pl μεταγενεστέρᾱς , μεταγενής born after fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”